- χειριστής
- ο, ΝΑ, και τ. θηλ. χειρίστρια Ν [χειρίζω / -ομαι]νεοελλ.1. αυτός που χειρίζεται, επιβλέπει και κατευθύνει τη λειτουργία οργάνου ή μηχανήματος («χειριστής γερανού»)2. τηλεγραφητής3. παρασκευαστής χημικού εργαστηρίου4. ναυτ. ναυτικός στην κατώτερη βαθμίδα τού κλάδου τού προσωπικού μηχανής πλοίου5. βιολ. το ένα από τα κύρια συστατικά τού υπερονίου, το οποίο δρα ως διακόπτης και ελέγχει τη λειτουργία τών δομικών γονιδίων, αλλ. γονίδιο-χειριστής6. φρ. α) «χειριστής τού κλείστρου»στρ. στρατιώτης αρμόδιος να ανοίγει και να κλείνει το κλείστρο κατά τη βολή τού πυροβόλουβ) «χειριστής τού ρυθμιστήρα»στρ. στρατιώτης που ρυθμίζει τον πυροσωλήνα τών οβίδωναρχ.αυτός που διαχειρίζεται κάτι («ἀλλ' ὧν μὲν συνεργός, ὧν δὲ καὶ χειριστὴς γεγονέ ναι», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.